νταλαϊλάμας

νταλαϊλάμας
και δαλαϊλάμας ή Δαλάι Λάμα, ο
1. τίτλος τού αρχηγού τού κυρίαρχου τάγματος τού Τζε-Λουγκς-πα τών βουδιστών τού Θιβέτ και, ώς την πλήρη επικράτηση τών Κινέζων κομμουνιστών το 1959 στην περιοχή, τίτλος τού θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη τού Θιβέτ
2. μτφ. αυτός που θέλει να γίνεται δεκτή η γνώμη του, που κακώς απαιτεί να αναγνωρίζεται το κύρος τής γνώμης του, ακόμη και αν δεν το αξίζει («νταλαϊλάμας τής πολιτικής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dalai lama < μογγολικό dalai «ωκεανός» + lama «βουδιστής ιερέας ή μοναχός τού Θιβέτ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”